Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Λακεδαίμων
λακέρυζα
λακίζω
λάκισμα
λακίς
λακιστός
λακκόπλουτος
λάκκος
λακπάτητος
λακτίζω
λάκτισμα
Λακωνίζω
Λακωνικός
Λακωνισμός
Λακωνίς
Λακωνιστής
Λακωνομανέω
Λάκων
λαλαγέω
λαλάγημα
λαλέω
View word page
λάκτισμα
λάκτισμα λάκτισμα, ατος, τό, a trampling on, c. gen., Aesch.; λακτιστής, οῦ, one who kicks, ἵπποι λ. kicking horses, Xen.; λ. ληνοῦ a treader of the wine-press, Anth.

ShortDef

a trampling on

Debugging

Headword:
λάκτισμα
Headword (normalized):
λάκτισμα
Headword (normalized/stripped):
λακτισμα
IDX:
19225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19244
Key:
la/ktisma

Data

{'content': 'λάκτισμα\n λάκτισμα, ατος, τό,\n a trampling on, c. gen., Aesch.; λακτιστής, οῦ, one who kicks, ἵπποι λ. kicking horses, Xen.; λ. ληνοῦ a treader of the wine-press, Anth.', 'key': 'la/ktisma'}