Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Λάκαινα
λακαταπύγων
Λακεδαίμων
λακέρυζα
λακίζω
λάκισμα
λακίς
λακιστός
λακκόπλουτος
λάκκος
λακπάτητος
λακτίζω
λάκτισμα
Λακωνίζω
Λακωνικός
Λακωνισμός
Λακωνίς
Λακωνιστής
Λακωνομανέω
Λάκων
λαλαγέω
View word page
λακπάτητος
λακπάτητος λακ-πάτητος (πᾰ), ον λάξ trampled on, Soph.
ShortDef
trampled on
Debugging
Headword:
λακπάτητος
Headword (normalized):
λακπάτητος
Headword (normalized/stripped):
λακπατητος
IDX:
19223
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19242
Key:
lakpa/thtos
Data
{'content': 'λακπάτητος\n λακ-πάτητος (πᾰ), ον\n λάξ\n trampled on, Soph.', 'key': 'lakpa/thtos'}