Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λακάζω
Λάκαινα
λακαταπύγων
Λακεδαίμων
λακέρυζα
λακίζω
λάκισμα
λακίς
λακιστός
λακκόπλουτος
λάκκος
λακπάτητος
λακτίζω
λάκτισμα
Λακωνίζω
Λακωνικός
Λακωνισμός
Λακωνίς
Λακωνιστής
Λακωνομανέω
Λάκων
View word page
λάκκος
λάκκος .λάκκος, ὁ, a pond for water-fowl, Lat. vivarium, Hdt., Dem. a pit, reservoir, Hdt., Xen.
ShortDef
a pond
Debugging
Headword:
λάκκος
Headword (normalized):
λάκκος
Headword (normalized/stripped):
λακκος
IDX:
19222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19241
Key:
la/kkos
Data
{'content': 'λάκκος\n .λάκκος, ὁ,\n a pond for water-fowl, Lat. vivarium, Hdt., Dem.\n a pit, reservoir, Hdt., Xen.', 'key': 'la/kkos'}