Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λαῖφος
λαιψηρός
λακάζω
Λάκαινα
λακαταπύγων
Λακεδαίμων
λακέρυζα
λακίζω
λάκισμα
λακίς
λακιστός
λακκόπλουτος
λάκκος
λακπάτητος
λακτίζω
λάκτισμα
Λακωνίζω
Λακωνικός
Λακωνισμός
Λακωνίς
Λακωνιστής
View word page
λακιστός
λακιστός λᾰκιστός, ή, όν λακίζω torn, μόρος λ. death by rending, Luc.

ShortDef

torn

Debugging

Headword:
λακιστός
Headword (normalized):
λακιστός
Headword (normalized/stripped):
λακιστος
IDX:
19220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19239
Key:
lakisto/s

Data

{'content': 'λακιστός\n λᾰκιστός, ή, όν\n λακίζω\n torn, μόρος λ. death by rending, Luc.', 'key': 'lakisto/s'}