Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λαῖτμα
λαῖφος
λαιψηρός
λακάζω
Λάκαινα
λακαταπύγων
Λακεδαίμων
λακέρυζα
λακίζω
λάκισμα
λακίς
λακιστός
λακκόπλουτος
λάκκος
λακπάτητος
λακτίζω
λάκτισμα
Λακωνίζω
Λακωνικός
Λακωνισμός
Λακωνίς
View word page
λακίς
λακίς λᾰκίς, ίδος λάσκω a rent, rending, Aesch.; in pl., Aesch.; λακίδες πέπλων tatters, Ar.

ShortDef

a rent, rending

Debugging

Headword:
λακίς
Headword (normalized):
λακίς
Headword (normalized/stripped):
λακις
IDX:
19219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19238
Key:
laki/s

Data

{'content': 'λακίς\n λᾰκίς, ίδος\n λάσκω\n a rent, rending, Aesch.; in pl., Aesch.; λακίδες πέπλων tatters, Ar.', 'key': 'laki/s'}