Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λαισήϊον
λαῖτμα
λαῖφος
λαιψηρός
λακάζω
Λάκαινα
λακαταπύγων
Λακεδαίμων
λακέρυζα
λακίζω
λάκισμα
λακίς
λακιστός
λακκόπλουτος
λάκκος
λακπάτητος
λακτίζω
λάκτισμα
Λακωνίζω
Λακωνικός
Λακωνισμός
View word page
λάκισμα
λάκισμα λάκισμα, ατος, τό, λᾰκίζω in pl. tatters, Eur.

ShortDef

tatters

Debugging

Headword:
λάκισμα
Headword (normalized):
λάκισμα
Headword (normalized/stripped):
λακισμα
IDX:
19218
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19237
Key:
la/kisma

Data

{'content': 'λάκισμα\n λάκισμα, ατος, τό,\n λᾰκίζω\n in pl. tatters, Eur.', 'key': 'la/kisma'}