Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λαιοτομέω
λαισήϊον
λαῖτμα
λαῖφος
λαιψηρός
λακάζω
Λάκαινα
λακαταπύγων
Λακεδαίμων
λακέρυζα
λακίζω
λάκισμα
λακίς
λακιστός
λακκόπλουτος
λάκκος
λακπάτητος
λακτίζω
λάκτισμα
Λακωνίζω
Λακωνικός
View word page
λακίζω
λακίζω λᾰκίζω, to tear, Anth. from λᾰκίς
ShortDef
to tear
Debugging
Headword:
λακίζω
Headword (normalized):
λακίζω
Headword (normalized/stripped):
λακιζω
IDX:
19217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19236
Key:
laki/zw
Data
{'content': 'λακίζω\n λᾰκίζω,\n to tear, Anth.\n from λᾰκίς', 'key': 'laki/zw'}