Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λαιός
λαιοτομέω
λαισήϊον
λαῖτμα
λαῖφος
λαιψηρός
λακάζω
Λάκαινα
λακαταπύγων
Λακεδαίμων
λακέρυζα
λακίζω
λάκισμα
λακίς
λακιστός
λακκόπλουτος
λάκκος
λακπάτητος
λακτίζω
λάκτισμα
Λακωνίζω
View word page
λακέρυζα
λακέρυζα λᾰκέρυζα, ἡ, from λᾰκεῖν, aor2 inf. of λάσκω one that screams or cries, λ. κορώνη a cawing crow, Hes.; λ. κύων a yelping dog, ap. Plat.
ShortDef
one that screams
Debugging
Headword:
λακέρυζα
Headword (normalized):
λακέρυζα
Headword (normalized/stripped):
λακερυζα
IDX:
19216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19235
Key:
lake/ruza
Data
{'content': 'λακέρυζα\n λᾰκέρυζα, ἡ,\n from λᾰκεῖν, aor2 inf. of λάσκω\n one that screams or cries, λ. κορώνη a cawing crow, Hes.; λ. κύων a yelping dog, ap. Plat.', 'key': 'lake/ruza'}