Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λαΐνεος
λάϊνος
λαιός
λαιοτομέω
λαισήϊον
λαῖτμα
λαῖφος
λαιψηρός
λακάζω
Λάκαινα
λακαταπύγων
Λακεδαίμων
λακέρυζα
λακίζω
λάκισμα
λακίς
λακιστός
λακκόπλουτος
λάκκος
λακπάτητος
λακτίζω
View word page
λακαταπύγων
λακαταπύγων λᾱκαταπύ_γων, ον, = καταπύγων with prefix λα- very lascivious, Ar.
ShortDef
very lascivious
Debugging
Headword:
λακαταπύγων
Headword (normalized):
λακαταπύγων
Headword (normalized/stripped):
λακαταπυγων
IDX:
19214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19233
Key:
lakatapu/gwn
Data
{'content': 'λακαταπύγων\n λᾱκαταπύ_γων, ον,\n = καταπύγων with prefix λα-\n very lascivious, Ar.', 'key': 'lakatapu/gwn'}