Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λαῖνα
λαΐνεος
λάϊνος
λαιός
λαιοτομέω
λαισήϊον
λαῖτμα
λαῖφος
λαιψηρός
λακάζω
Λάκαινα
λακαταπύγων
Λακεδαίμων
λακέρυζα
λακίζω
λάκισμα
λακίς
λακιστός
λακκόπλουτος
λάκκος
λακπάτητος
View word page
Λάκαινα
Λάκαινα Λάκαινα (Λᾰ), ἡ, fem. of Λάκων, Lat. Lacaena, a Laconian woman, Theogn., etc. as fem. adj. = Λακωνική, Hdt., Eur., etc.
ShortDef
Lacaena, a Laconian woman
Debugging
Headword:
Λάκαινα
Headword (normalized):
λάκαινα
Headword (normalized/stripped):
λακαινα
IDX:
19213
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19232
Key:
*la/kaina
Data
{'content': 'Λάκαινα\n Λάκαινα (Λᾰ), ἡ,\n fem. of Λάκων, Lat.\n Lacaena, a Laconian woman, Theogn., etc.\n as fem. adj. = Λακωνική, Hdt., Eur., etc.', 'key': '*la/kaina'}