Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λαιμοτόμος
λαῖνα
λαΐνεος
λάϊνος
λαιός
λαιοτομέω
λαισήϊον
λαῖτμα
λαῖφος
λαιψηρός
λακάζω
Λάκαινα
λακαταπύγων
Λακεδαίμων
λακέρυζα
λακίζω
λάκισμα
λακίς
λακιστός
λακκόπλουτος
λάκκος
View word page
λακάζω
λακάζω λᾰκάζω, = λάσκω to shout, howl, Aesch.
ShortDef
to shout, howl
Debugging
Headword:
λακάζω
Headword (normalized):
λακάζω
Headword (normalized/stripped):
λακαζω
IDX:
19212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19231
Key:
laka/zw
Data
{'content': 'λακάζω\n λᾰκάζω,\n = λάσκω\n to shout, howl, Aesch.', 'key': 'laka/zw'}