Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λαιμός
λαιμότμητος
λαιμότομος
λαιμοτόμος
λαῖνα
λαΐνεος
λάϊνος
λαιός
λαιοτομέω
λαισήϊον
λαῖτμα
λαῖφος
λαιψηρός
λακάζω
Λάκαινα
λακαταπύγων
Λακεδαίμων
λακέρυζα
λακίζω
λάκισμα
λακίς
View word page
λαῖτμα
λαῖτμα λαῖτμα, ατος, τό, λαιμός the depth or gulf of the sea, μέγα λαῖτμα θαλάσσης, ἁλὸς λ. Hom.; alone, λαῖτμα μέγʼ ἐκπερόωσι Od.
ShortDef
the depth
Debugging
Headword:
λαῖτμα
Headword (normalized):
λαῖτμα
Headword (normalized/stripped):
λαιτμα
IDX:
19209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19228
Key:
lai=tma
Data
{'content': 'λαῖτμα\n λαῖτμα, ατος, τό,\n λαιμός\n the depth or gulf of the sea, μέγα λαῖτμα θαλάσσης, ἁλὸς λ. Hom.; alone, λαῖτμα μέγʼ ἐκπερόωσι Od.', 'key': 'lai=tma'}