Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λαιμοπέδη
λαιμόρρυτος
λαιμός
λαιμότμητος
λαιμότομος
λαιμοτόμος
λαῖνα
λαΐνεος
λάϊνος
λαιός
λαιοτομέω
λαισήϊον
λαῖτμα
λαῖφος
λαιψηρός
λακάζω
Λάκαινα
λακαταπύγων
Λακεδαίμων
λακέρυζα
λακίζω
View word page
λαιοτομέω
λαιοτομέω λαιο-τομέω, fut. -ήσω λαῖον, τέμνω to reap corn, Theocr.
ShortDef
to reap grain
Debugging
Headword:
λαιοτομέω
Headword (normalized):
λαιοτομέω
Headword (normalized/stripped):
λαιοτομεω
IDX:
19207
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19226
Key:
laiotome/w
Data
{'content': 'λαιοτομέω\n λαιο-τομέω,\n fut. -ήσω\n λαῖον, τέμνω\n to reap corn, Theocr.', 'key': 'laiotome/w'}