λαιός
λαιός
.λαιός, ά, όν
Lat. laevus, left, λαιᾶς χειρός on the left hand, Aesch.; πρὸς λαιᾷ χερί Eur.
{ "content": "λαιός\n .λαιός, ά, όν\n Lat. laevus, left, λαιᾶς χειρός on the left hand, Aesch.; πρὸς λαιᾷ χερί Eur.", "key": "laio/s2" }