Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λαίμαργος
λαιμητόμος
λαιμοδακής
λαιμοπέδη
λαιμόρρυτος
λαιμός
λαιμότμητος
λαιμότομος
λαιμοτόμος
λαῖνα
λαΐνεος
λάϊνος
λαιός
λαιοτομέω
λαισήϊον
λαῖτμα
λαῖφος
λαιψηρός
λακάζω
Λάκαινα
λακαταπύγων
View word page
λαΐνεος
λαΐνεος λᾱΐνεος, α, ον = λά_ϊνος, Il., Eur.
ShortDef
of stone, stony
Debugging
Headword:
λαΐνεος
Headword (normalized):
λαΐνεος
Headword (normalized/stripped):
λαινεος
IDX:
19204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19223
Key:
lai/neos
Data
{'content': 'λαΐνεος\n λᾱΐνεος, α, ον\n = λά_ϊνος, Il., Eur.', 'key': 'lai/neos'}