λαιμοτόμος
λαιμοτόμος
λαιμο-τόμος, ον
τέμνω
throat-cutting, Eur., Anth.
proparox.
{ "content": "λαιμοτόμος\n λαιμο-τόμος, ον\n τέμνω\n throat-cutting, Eur., Anth.\n proparox.", "key": "laimoto/mos" }