Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λαῖμα
λαιμαργία
λαίμαργος
λαιμητόμος
λαιμοδακής
λαιμοπέδη
λαιμόρρυτος
λαιμός
λαιμότμητος
λαιμότομος
λαιμοτόμος
λαῖνα
λαΐνεος
λάϊνος
λαιός
λαιοτομέω
λαισήϊον
λαῖτμα
λαῖφος
λαιψηρός
λακάζω
View word page
λαιμοτόμος
λαιμοτόμος λαιμο-τόμος, ον τέμνω throat-cutting, Eur., Anth. proparox.
ShortDef
throat-cutting
Debugging
Headword:
λαιμοτόμος
Headword (normalized):
λαιμοτόμος
Headword (normalized/stripped):
λαιμοτομος
IDX:
19202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19221
Key:
laimoto/mos
Data
{'content': 'λαιμοτόμος\n λαιμο-τόμος, ον\n τέμνω\n throat-cutting, Eur., Anth.\n proparox.', 'key': 'laimoto/mos'}