Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λαικαστής
λαῖλαψ
λαῖμα
λαιμαργία
λαίμαργος
λαιμητόμος
λαιμοδακής
λαιμοπέδη
λαιμόρρυτος
λαιμός
λαιμότμητος
λαιμότομος
λαιμοτόμος
λαῖνα
λαΐνεος
λάϊνος
λαιός
λαιοτομέω
λαισήϊον
λαῖτμα
λαῖφος
View word page
λαιμότμητος
λαιμότμητος from λαιμός λαιμό-τμητος, ον τέμνω with the throat severed, Eur.
ShortDef
with the throat severed
Debugging
Headword:
λαιμότμητος
Headword (normalized):
λαιμότμητος
Headword (normalized/stripped):
λαιμοτμητος
IDX:
19200
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19219
Key:
laimo/tmhtos
Data
{'content': 'λαιμότμητος\n from λαιμός\n λαιμό-τμητος, ον\n τέμνω\n with the throat severed, Eur.', 'key': 'laimo/tmhtos'}