Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λαικάζω
λαικαστής
λαῖλαψ
λαῖμα
λαιμαργία
λαίμαργος
λαιμητόμος
λαιμοδακής
λαιμοπέδη
λαιμόρρυτος
λαιμός
λαιμότμητος
λαιμότομος
λαιμοτόμος
λαῖνα
λαΐνεος
λάϊνος
λαιός
λαιοτομέω
λαισήϊον
λαῖτμα
View word page
λαιμός
λαιμός .λαιμός, οῦ, the throat, gullet, Hom., Eur.

ShortDef

the throat, gullet
gluttonous

Debugging

Headword:
λαιμός
Headword (normalized):
λαιμός
Headword (normalized/stripped):
λαιμος
IDX:
19199
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19218
Key:
laimo/s1

Data

{'content': 'λαιμός\n .λαιμός, οῦ,\n the throat, gullet, Hom., Eur.', 'key': 'laimo/s1'}