Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λᾶιγξ
λαίθαργος
λαικάζω
λαικαστής
λαῖλαψ
λαῖμα
λαιμαργία
λαίμαργος
λαιμητόμος
λαιμοδακής
λαιμοπέδη
λαιμόρρυτος
λαιμός
λαιμότμητος
λαιμότομος
λαιμοτόμος
λαῖνα
λαΐνεος
λάϊνος
λαιός
λαιοτομέω
View word page
λαιμοπέδη
λαιμοπέδη λαιμο-πέδη, ἡ, a dog-collar, Anth. a springe for catching birds, Anth.
ShortDef
a dog-collar
Debugging
Headword:
λαιμοπέδη
Headword (normalized):
λαιμοπέδη
Headword (normalized/stripped):
λαιμοπεδη
IDX:
19197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19216
Key:
laimope/dh
Data
{'content': 'λαιμοπέδη\n λαιμο-πέδη, ἡ,\n a dog-collar, Anth.\n a springe for catching birds, Anth.', 'key': 'laimope/dh'}