Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λαθροπόδης
λάθυρος
λᾶιγξ
λαίθαργος
λαικάζω
λαικαστής
λαῖλαψ
λαῖμα
λαιμαργία
λαίμαργος
λαιμητόμος
λαιμοδακής
λαιμοπέδη
λαιμόρρυτος
λαιμός
λαιμότμητος
λαιμότομος
λαιμοτόμος
λαῖνα
λαΐνεος
λάϊνος
View word page
λαιμητόμος
λαιμητόμος λαιμη-τόμος, ον poetic for λαιμοτόμος, Anth.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λαιμητόμος
Headword (normalized):
λαιμητόμος
Headword (normalized/stripped):
λαιμητομος
IDX:
19195
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19214
Key:
laimhto/mos
Data
{'content': 'λαιμητόμος\n λαιμη-τόμος, ον\n poetic for λαιμοτόμος, Anth.', 'key': 'laimhto/mos'}