Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λαθροδάκνης
λαθροπόδης
λάθυρος
λᾶιγξ
λαίθαργος
λαικάζω
λαικαστής
λαῖλαψ
λαῖμα
λαιμαργία
λαίμαργος
λαιμητόμος
λαιμοδακής
λαιμοπέδη
λαιμόρρυτος
λαιμός
λαιμότμητος
λαιμότομος
λαιμοτόμος
λαῖνα
λαΐνεος
View word page
λαίμαργος
λαίμαργος λαί-μαργος, ον very greedy, gluttonous, Arist.

ShortDef

very greedy, gluttonous

Debugging

Headword:
λαίμαργος
Headword (normalized):
λαίμαργος
Headword (normalized/stripped):
λαιμαργος
IDX:
19194
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19213
Key:
lai/margos

Data

{'content': 'λαίμαργος\n λαί-μαργος, ον\n very greedy, gluttonous, Arist.', 'key': 'lai/margos'}