Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λάθριος
λαθροβόλος
λαθροδάκνης
λαθροπόδης
λάθυρος
λᾶιγξ
λαίθαργος
λαικάζω
λαικαστής
λαῖλαψ
λαῖμα
λαιμαργία
λαίμαργος
λαιμητόμος
λαιμοδακής
λαιμοπέδη
λαιμόρρυτος
λαιμός
λαιμότμητος
λαιμότομος
λαιμοτόμος
View word page
λαῖμα
λαῖμα λαῖμα, ατος, τό, perh. the same as λαιμός, Ar.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λαῖμα
Headword (normalized):
λαῖμα
Headword (normalized/stripped):
λαιμα
IDX:
19192
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19211
Key:
lai=ma
Data
{'content': 'λαῖμα\n λαῖμα, ατος, τό,\n perh. the same as λαιμός, Ar.', 'key': 'lai=ma'}