Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λαθρίδιος
λάθριος
λαθροβόλος
λαθροδάκνης
λαθροπόδης
λάθυρος
λᾶιγξ
λαίθαργος
λαικάζω
λαικαστής
λαῖλαψ
λαῖμα
λαιμαργία
λαίμαργος
λαιμητόμος
λαιμοδακής
λαιμοπέδη
λαιμόρρυτος
λαιμός
λαιμότμητος
λαιμότομος
View word page
λαῖλαψ
λαῖλαψ λαῖλαψ, απος, ἡ, from λα-, λαι- intensive a tempest, furious storm, hurricane, Hom.

ShortDef

a tempest, furious storm, hurricane

Debugging

Headword:
λαῖλαψ
Headword (normalized):
λαῖλαψ
Headword (normalized/stripped):
λαιλαψ
IDX:
19191
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19210
Key:
lai=lay

Data

{'content': 'λαῖλαψ\n λαῖλαψ, απος, ἡ,\n from λα-, λαι- intensive\n a tempest, furious storm, hurricane, Hom.', 'key': 'lai=lay'}