Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λαθρηδόν
λάθρῃ
λαθρίδιος
λάθριος
λαθροβόλος
λαθροδάκνης
λαθροπόδης
λάθυρος
λᾶιγξ
λαίθαργος
λαικάζω
λαικαστής
λαῖλαψ
λαῖμα
λαιμαργία
λαίμαργος
λαιμητόμος
λαιμοδακής
λαιμοπέδη
λαιμόρρυτος
λαιμός
View word page
λαικάζω
λαικάζω λαικάζω, fut. άσομαι, to wench, Ar.

ShortDef

to practice fellatio on (see LSJ supp.)

Debugging

Headword:
λαικάζω
Headword (normalized):
λαικάζω
Headword (normalized/stripped):
λαικαζω
IDX:
19189
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19208
Key:
laika/zw

Data

{'content': 'λαικάζω\n λαικάζω,\n fut. άσομαι, to wench, Ar.', 'key': 'laika/zw'}