Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λαθραῖος
λαθρηδόν
λάθρῃ
λαθρίδιος
λάθριος
λαθροβόλος
λαθροδάκνης
λαθροπόδης
λάθυρος
λᾶιγξ
λαίθαργος
λαικάζω
λαικαστής
λαῖλαψ
λαῖμα
λαιμαργία
λαίμαργος
λαιμητόμος
λαιμοδακής
λαιμοπέδη
λαιμόρρυτος
View word page
λαίθαργος
λαίθαργος λαίθ-αργος, ον λᾰθεῖν biting secretly, i. e. without barking, of a dog, Ar.

ShortDef

biting secretly

Debugging

Headword:
λαίθαργος
Headword (normalized):
λαίθαργος
Headword (normalized/stripped):
λαιθαργος
IDX:
19188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19207
Key:
lai/qargos

Data

{'content': 'λαίθαργος\n λαίθ-αργος, ον\n λᾰθεῖν\n biting secretly, i. e. without barking, of a dog, Ar.', 'key': 'lai/qargos'}