Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λαθίπονος
λαθίφθογγος
λαθραῖος
λαθρηδόν
λάθρῃ
λαθρίδιος
λάθριος
λαθροβόλος
λαθροδάκνης
λαθροπόδης
λάθυρος
λᾶιγξ
λαίθαργος
λαικάζω
λαικαστής
λαῖλαψ
λαῖμα
λαιμαργία
λαίμαργος
λαιμητόμος
λαιμοδακής
View word page
λάθυρος
λάθυρος λάθῠρος, ὁ, a kind of pulse: pl. λάθυρα Babr.

ShortDef

a kind of pulse, chickling: lathyrus sativus

Debugging

Headword:
λάθυρος
Headword (normalized):
λάθυρος
Headword (normalized/stripped):
λαθυρος
IDX:
19186
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19205
Key:
la/quros

Data

{'content': 'λάθυρος\n λάθῠρος, ὁ,\n a kind of pulse: pl. λάθυρα Babr.', 'key': 'la/quros'}