Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λάζομαι
λαθητικός
λαθικηδής
λαθίπονος
λαθίφθογγος
λαθραῖος
λαθρηδόν
λάθρῃ
λαθρίδιος
λάθριος
λαθροβόλος
λαθροδάκνης
λαθροπόδης
λάθυρος
λᾶιγξ
λαίθαργος
λαικάζω
λαικαστής
λαῖλαψ
λαῖμα
λαιμαργία
View word page
λαθροβόλος
λαθροβόλος λαθρο-βόλος, ον βάλλω hitting secretly, δόναξ Anth.

ShortDef

hitting secretly

Debugging

Headword:
λαθροβόλος
Headword (normalized):
λαθροβόλος
Headword (normalized/stripped):
λαθροβολος
IDX:
19183
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19202
Key:
laqrobo/los

Data

{'content': 'λαθροβόλος\n λαθρο-βόλος, ον\n βάλλω\n hitting secretly, δόναξ Anth.', 'key': 'laqrobo/los'}