Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λάδανον
λαέρτης
λάζομαι
λαθητικός
λαθικηδής
λαθίπονος
λαθίφθογγος
λαθραῖος
λαθρηδόν
λάθρῃ
λαθρίδιος
λάθριος
λαθροβόλος
λαθροδάκνης
λαθροπόδης
λάθυρος
λᾶιγξ
λαίθαργος
λαικάζω
λαικαστής
λαῖλαψ
View word page
λαθρίδιος
λαθρίδιος λαθρίδιος (ῐ), η, ον poetic for λάθριος: adv. -ως, Anth.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λαθρίδιος
Headword (normalized):
λαθρίδιος
Headword (normalized/stripped):
λαθριδιος
IDX:
19181
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19200
Key:
laqri/dios
Data
{'content': 'λαθρίδιος\n λαθρίδιος (ῐ), η, ον\n poetic for λάθριος: adv. -ως, Anth.', 'key': 'laqri/dios'}