Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀγκύλιον
ἀγκυλογλώχιν
ἀγκυλόδους
ἀγκυλομήτης
ἀγκυλόπους
ἀγκύλος
ἀγκυλότοξος
ἀγκυλοχείλης
ἀγκυλοχήλης
ἀγκυλόω
ἀγκυλωτός
ἄγκυρα
ἀγκυρίζω
ἀγκύριον
ἀγκών
ἀγλαέθειρος
ἀγλαΐα
ἀγλαΐζω
ἀγλάϊσμα
ἀγλαόγυιος
ἀγλαόδενδρος
View word page
ἀγκυλωτός
ἀγκυλωτός verb. adj. of ἀγκυλόω, of javelins, furnished with a thong (ἀγκύλη) for throwing, Eur.

ShortDef

furnished with a thong

Debugging

Headword:
ἀγκυλωτός
Headword (normalized):
ἀγκυλωτός
Headword (normalized/stripped):
αγκυλωτος
IDX:
192
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n192
Key:
a)gkulwto/s

Data

{'content': 'ἀγκυλωτός\n verb. adj. of ἀγκυλόω,\n of javelins, furnished with a thong (ἀγκύλη) for throwing, Eur.', 'key': 'a)gkulwto/s'}