Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λαγώς
λαγωσφαγία
λάδανον
λαέρτης
λάζομαι
λαθητικός
λαθικηδής
λαθίπονος
λαθίφθογγος
λαθραῖος
λαθρηδόν
λάθρῃ
λαθρίδιος
λάθριος
λαθροβόλος
λαθροδάκνης
λαθροπόδης
λάθυρος
λᾶιγξ
λαίθαργος
λαικάζω
View word page
λαθρηδόν
λαθρηδόν = λάθρῃ, Anth.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λαθρηδόν
Headword (normalized):
λαθρηδόν
Headword (normalized/stripped):
λαθρηδον
IDX:
19179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19198
Key:
laqrhdo/n

Data

{'content': 'λαθρηδόν\n = λάθρῃ, Anth.', 'key': 'laqrhdo/n'}