Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λαγωός
λαγώς
λαγωσφαγία
λάδανον
λαέρτης
λάζομαι
λαθητικός
λαθικηδής
λαθίπονος
λαθίφθογγος
λαθραῖος
λαθρηδόν
λάθρῃ
λαθρίδιος
λάθριος
λαθροβόλος
λαθροδάκνης
λαθροπόδης
λάθυρος
λᾶιγξ
λαίθαργος
View word page
λαθραῖος
λαθραῖος λαθραῖος, ον secret, covert, clandestine, furtive, Aesch., Soph.; λ. ὡδί one born in secret child-birth, Eur.:— adv. -ως, Aesch., etc.
ShortDef
secret, covert, clandestine, furtive
Debugging
Headword:
λαθραῖος
Headword (normalized):
λαθραῖος
Headword (normalized/stripped):
λαθραιος
IDX:
19178
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19197
Key:
laqrai=os
Data
{'content': 'λαθραῖος\n λαθραῖος, ον\n secret, covert, clandestine, furtive, Aesch., Soph.; λ. ὡδί one born in secret child-birth, Eur.:— adv. -ως, Aesch., etc.', 'key': 'laqrai=os'}