Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λαγών
λαγωοβόλον
λαγῷος
λαγωός
λαγώς
λαγωσφαγία
λάδανον
λαέρτης
λάζομαι
λαθητικός
λαθικηδής
λαθίπονος
λαθίφθογγος
λαθραῖος
λαθρηδόν
λάθρῃ
λαθρίδιος
λάθριος
λαθροβόλος
λαθροδάκνης
λαθροπόδης
View word page
λαθικηδής
λαθικηδής λᾰθῐ-κηδής, ές κῆδος banishing care, Il., Anth.

ShortDef

banishing care

Debugging

Headword:
λαθικηδής
Headword (normalized):
λαθικηδής
Headword (normalized/stripped):
λαθικηδης
IDX:
19175
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19194
Key:
laqikhdh/s

Data

{'content': 'λαθικηδής\n λᾰθῐ-κηδής, ές\n κῆδος\n banishing care, Il., Anth.', 'key': 'laqikhdh/s'}