Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λαγοθήρας
λαγοκτονέω
λάγυνος
λαγχάνω
λαγῴδιον
λαγών
λαγωοβόλον
λαγῷος
λαγωός
λαγώς
λαγωσφαγία
λάδανον
λαέρτης
λάζομαι
λαθητικός
λαθικηδής
λαθίπονος
λαθίφθογγος
λαθραῖος
λαθρηδόν
λάθρῃ
View word page
λαγωσφαγία
λαγωσφαγία λᾰγω-σφᾰγία, ἡ, σφαγή a killing of hares, Anth.
ShortDef
a killing of hares
Debugging
Headword:
λαγωσφαγία
Headword (normalized):
λαγωσφαγία
Headword (normalized/stripped):
λαγωσφαγια
IDX:
19170
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19189
Key:
lagwsfagi/a
Data
{'content': 'λαγωσφαγία\n λᾰγω-σφᾰγία, ἡ,\n σφαγή\n a killing of hares, Anth.', 'key': 'lagwsfagi/a'}