Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λάγνος
λαγοδαίτης
λαγοθήρας
λαγοκτονέω
λάγυνος
λαγχάνω
λαγῴδιον
λαγών
λαγωοβόλον
λαγῷος
λαγωός
λαγώς
λαγωσφαγία
λάδανον
λαέρτης
λάζομαι
λαθητικός
λαθικηδής
λαθίπονος
λαθίφθογγος
λαθραῖος
View word page
λαγωός
λαγωός λᾰγωός, οῦ, Epic for λαγώς.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λαγωός
Headword (normalized):
λαγωός
Headword (normalized/stripped):
λαγωος
IDX:
19168
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19187
Key:
lagwo/s

Data

{'content': 'λαγωός\n λᾰγωός, οῦ,\n Epic for λαγώς.', 'key': 'lagwo/s'}