Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λάγιον
λαγνεία
λάγνος
λαγοδαίτης
λαγοθήρας
λαγοκτονέω
λάγυνος
λαγχάνω
λαγῴδιον
λαγών
λαγωοβόλον
λαγῷος
λαγωός
λαγώς
λαγωσφαγία
λάδανον
λαέρτης
λάζομαι
λαθητικός
λαθικηδής
λαθίπονος
View word page
λαγωοβόλον
λαγωοβόλον λᾰγωο-βόλον, ου, τό, = λαγωβόλον, Anth.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λαγωοβόλον
Headword (normalized):
λαγωοβόλον
Headword (normalized/stripped):
λαγωοβολον
IDX:
19166
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19185
Key:
lagwobo/lon
Data
{'content': 'λαγωοβόλον\n λᾰγωο-βόλον, ου, τό,\n = λαγωβόλον, Anth.', 'key': 'lagwobo/lon'}