Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λαγέτας
λάγινος
λάγιον
λαγνεία
λάγνος
λαγοδαίτης
λαγοθήρας
λαγοκτονέω
λάγυνος
λαγχάνω
λαγῴδιον
λαγών
λαγωοβόλον
λαγῷος
λαγωός
λαγώς
λαγωσφαγία
λάδανον
λαέρτης
λάζομαι
λαθητικός
View word page
λαγῴδιον
λαγῴδιον λᾰγῴδιον, ου, τό, Dim. of λαγώς, a leveret, Ar.
ShortDef
a leveret
Debugging
Headword:
λαγῴδιον
Headword (normalized):
λαγῴδιον
Headword (normalized/stripped):
λαγωδιον
IDX:
19164
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19183
Key:
lagw/|dion
Data
{'content': 'λαγῴδιον\n λᾰγῴδιον, ου, τό,\n Dim. of λαγώς,\n a leveret, Ar.', 'key': 'lagw/|dion'}