Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λαβύρινθος
λαγαρίζομαι
λαγαρός
λαγέτας
λάγινος
λάγιον
λαγνεία
λάγνος
λαγοδαίτης
λαγοθήρας
λαγοκτονέω
λάγυνος
λαγχάνω
λαγῴδιον
λαγών
λαγωοβόλον
λαγῷος
λαγωός
λαγώς
λαγωσφαγία
λάδανον
View word page
λαγοκτονέω
λαγοκτονέω λᾰγο-κτονέω, fut. -ήσω κτείνω to kill hares, Anth.

ShortDef

to kill hares

Debugging

Headword:
λαγοκτονέω
Headword (normalized):
λαγοκτονέω
Headword (normalized/stripped):
λαγοκτονεω
IDX:
19161
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19180
Key:
lagoktone/w

Data

{'content': 'λαγοκτονέω\n λᾰγο-κτονέω,\n fut. -ήσω\n κτείνω\n to kill hares, Anth.', 'key': 'lagoktone/w'}