Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λαβροσύνη
λαβρόσυτος
λαβύρινθος
λαγαρίζομαι
λαγαρός
λαγέτας
λάγινος
λάγιον
λαγνεία
λάγνος
λαγοδαίτης
λαγοθήρας
λαγοκτονέω
λάγυνος
λαγχάνω
λαγῴδιον
λαγών
λαγωοβόλον
λαγῷος
λαγωός
λαγώς
View word page
λαγοδαίτης
λαγοδαίτης λᾰγο-δαίτης, ου, ὁ, δαίω hare-devourer, Aesch.
ShortDef
hare-devourer
Debugging
Headword:
λαγοδαίτης
Headword (normalized):
λαγοδαίτης
Headword (normalized/stripped):
λαγοδαιτης
IDX:
19159
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19178
Key:
lagodai/ths
Data
{'content': 'λαγοδαίτης\n λᾰγο-δαίτης, ου, ὁ,\n δαίω\n hare-devourer, Aesch.', 'key': 'lagodai/ths'}