Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λάβρος
λαβροσύνη
λαβρόσυτος
λαβύρινθος
λαγαρίζομαι
λαγαρός
λαγέτας
λάγινος
λάγιον
λαγνεία
λάγνος
λαγοδαίτης
λαγοθήρας
λαγοκτονέω
λάγυνος
λαγχάνω
λαγῴδιον
λαγών
λαγωοβόλον
λαγῷος
λαγωός
View word page
λάγνος
λάγνος .λάγνος, η, ον lascivious, lustful, Arist.
ShortDef
lascivious, lustful
Debugging
Headword:
λάγνος
Headword (normalized):
λάγνος
Headword (normalized/stripped):
λαγνος
IDX:
19158
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19177
Key:
la/gnos
Data
{'content': 'λάγνος\n .λάγνος, η, ον\n lascivious, lustful, Arist.', 'key': 'la/gnos'}