Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λαβρεύομαι
λαβροπόδης
λαβροποτέω
λάβρος
λαβροσύνη
λαβρόσυτος
λαβύρινθος
λαγαρίζομαι
λαγαρός
λαγέτας
λάγινος
λάγιον
λαγνεία
λάγνος
λαγοδαίτης
λαγοθήρας
λαγοκτονέω
λάγυνος
λαγχάνω
λαγῴδιον
λαγών
View word page
λάγινος
λάγινος λάγῐνος (ᾰ), η, ον of the hare, Aesch.
ShortDef
of the hare
Debugging
Headword:
λάγινος
Headword (normalized):
λάγινος
Headword (normalized/stripped):
λαγινος
IDX:
19155
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19174
Key:
la/ginos
Data
{'content': 'λάγινος\n λάγῐνος (ᾰ), η, ον\n of the hare, Aesch.', 'key': 'la/ginos'}