Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λαβραγόρης
λάβραξ
λαβρεύομαι
λαβροπόδης
λαβροποτέω
λάβρος
λαβροσύνη
λαβρόσυτος
λαβύρινθος
λαγαρίζομαι
λαγαρός
λαγέτας
λάγινος
λάγιον
λαγνεία
λάγνος
λαγοδαίτης
λαγοθήρας
λαγοκτονέω
λάγυνος
λαγχάνω
View word page
λαγαρός
λαγαρός .λᾰγᾰρός, ά, όν slack, hollow, sunken, of the flanks, Xen.:— κατὰ τὸ λαγαρώτατον in the least defensible part, Plut. slack, loose, pliant, Xen.
ShortDef
slack, hollow, sunken
Debugging
Headword:
λαγαρός
Headword (normalized):
λαγαρός
Headword (normalized/stripped):
λαγαρος
IDX:
19153
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19172
Key:
lagaro/s
Data
{'content': 'λαγαρός\n .λᾰγᾰρός, ά, όν\n slack, hollow, sunken, of the flanks, Xen.:— κατὰ τὸ λαγαρώτατον in the least defensible part, Plut.\n slack, loose, pliant, Xen.', 'key': 'lagaro/s'}