Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κωφότης
λᾶας
λαβή
λαβραγόρης
λάβραξ
λαβρεύομαι
λαβροπόδης
λαβροποτέω
λάβρος
λαβροσύνη
λαβρόσυτος
λαβύρινθος
λαγαρίζομαι
λαγαρός
λαγέτας
λάγινος
λάγιον
λαγνεία
λάγνος
λαγοδαίτης
λαγοθήρας
View word page
λαβρόσυτος
λαβρόσυτος λαβρό-σῠτος, ον σεύω rushing furiously, Aesch.

ShortDef

rushing furiously

Debugging

Headword:
λαβρόσυτος
Headword (normalized):
λαβρόσυτος
Headword (normalized/stripped):
λαβροσυτος
IDX:
19150
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19169
Key:
labro/sutos

Data

{'content': 'λαβρόσυτος\n λαβρό-σῠτος, ον\n σεύω\n rushing furiously, Aesch.', 'key': 'labro/sutos'}