Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κωφός
κωφότης
λᾶας
λαβή
λαβραγόρης
λάβραξ
λαβρεύομαι
λαβροπόδης
λαβροποτέω
λάβρος
λαβροσύνη
λαβρόσυτος
λαβύρινθος
λαγαρίζομαι
λαγαρός
λαγέτας
λάγινος
λάγιον
λαγνεία
λάγνος
λαγοδαίτης
View word page
λαβροσύνη
λαβροσύνη λαβροσύνη, ἡ, λάβρος violence, greed, Anth.

ShortDef

violence, greed

Debugging

Headword:
λαβροσύνη
Headword (normalized):
λαβροσύνη
Headword (normalized/stripped):
λαβροσυνη
IDX:
19149
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19168
Key:
labrosu/nh

Data

{'content': 'λαβροσύνη\n λαβροσύνη, ἡ,\n λάβρος\n violence, greed, Anth.', 'key': 'labrosu/nh'}