Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Κώρυκος
Κῶς
κωτίλλω
κωτίλος
κωφός
κωφότης
λᾶας
λαβή
λαβραγόρης
λάβραξ
λαβρεύομαι
λαβροπόδης
λαβροποτέω
λάβρος
λαβροσύνη
λαβρόσυτος
λαβύρινθος
λαγαρίζομαι
λαγαρός
λαγέτας
λάγινος
View word page
λαβρεύομαι
λαβρεύομαι λαβρεύομαι, λάβρος Dep. to talk rashly, brag, Il.

ShortDef

to talk rashly, brag

Debugging

Headword:
λαβρεύομαι
Headword (normalized):
λαβρεύομαι
Headword (normalized/stripped):
λαβρευομαι
IDX:
19145
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19164
Key:
labreu/omai

Data

{'content': 'λαβρεύομαι\n λαβρεύομαι,\n λάβρος\n Dep. to talk rashly, brag, Il.', 'key': 'labreu/omai'}