Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Κωρύκιος
Κώρυκος
Κῶς
κωτίλλω
κωτίλος
κωφός
κωφότης
λᾶας
λαβή
λαβραγόρης
λάβραξ
λαβρεύομαι
λαβροπόδης
λαβροποτέω
λάβρος
λαβροσύνη
λαβρόσυτος
λαβύρινθος
λαγαρίζομαι
λαγαρός
λαγέτας
View word page
λάβραξ
λάβραξ λάβραξ, ᾱκος, ὁ, λάβρος a ravenous sea-fish, perh. the bass, Ar.
ShortDef
the bass
Debugging
Headword:
λάβραξ
Headword (normalized):
λάβραξ
Headword (normalized/stripped):
λαβραξ
IDX:
19144
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19163
Key:
la/brac
Data
{'content': 'λάβραξ\n λάβραξ, ᾱκος, ὁ,\n λάβρος\n a ravenous sea-fish, perh. the bass, Ar.', 'key': 'la/brac'}