Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κώρυκος
κώριον
κῶρος
κωροσύνα
Κωρύκιος
Κώρυκος
Κῶς
κωτίλλω
κωτίλος
κωφός
κωφότης
λᾶας
λαβή
λαβραγόρης
λάβραξ
λαβρεύομαι
λαβροπόδης
λαβροποτέω
λάβρος
λαβροσύνη
λαβρόσυτος
View word page
κωφότης
κωφότης from κωφός κωφότης, ητος, deafness, Plat., Dem., etc.

ShortDef

deafness

Debugging

Headword:
κωφότης
Headword (normalized):
κωφότης
Headword (normalized/stripped):
κωφοτης
IDX:
19140
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19159
Key:
kwfo/ths

Data

{'content': 'κωφότης\n from κωφός\n κωφότης, ητος,\n deafness, Plat., Dem., etc.', 'key': 'kwfo/ths'}