Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κωπηλάτης
κώπη
κωπήρης
κωπίον
κώρα
κώρυκος
κώριον
κῶρος
κωροσύνα
Κωρύκιος
Κώρυκος
Κῶς
κωτίλλω
κωτίλος
κωφός
κωφότης
λᾶας
λαβή
λαβραγόρης
λάβραξ
λαβρεύομαι
View word page
Κώρυκος
Κώρυκος Κώρῠκος, ὁ, a promontory of Cilicia, Hhymn., Thuc.

ShortDef

a leathern sack
Corycus, a promontory of Cilicia (among others)

Debugging

Headword:
Κώρυκος
Headword (normalized):
κώρυκος
Headword (normalized/stripped):
κωρυκος
IDX:
19135
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19154
Key:
*kw/rukos

Data

{'content': 'Κώρυκος\n Κώρῠκος, ὁ,\n a promontory of Cilicia, Hhymn., Thuc.', 'key': '*kw/rukos'}