Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Κῷος
Κωπαΐς
κωπεύς
κωπεύω
κωπήεις
κωπηλατέω
κωπηλάτης
κώπη
κωπήρης
κωπίον
κώρα
κώρυκος
κώριον
κῶρος
κωροσύνα
Κωρύκιος
Κώρυκος
Κῶς
κωτίλλω
κωτίλος
κωφός
View word page
κώρα
κώρα κώρα, ἡ, Doric for κούρη.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κώρα
Headword (normalized):
κώρα
Headword (normalized/stripped):
κωρα
IDX:
19129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19148
Key:
kw/ra
Data
{'content': 'κώρα\n κώρα, ἡ,\n Doric for κούρη.', 'key': 'kw/ra'}