Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κώνωψ
Κῷος
Κωπαΐς
κωπεύς
κωπεύω
κωπήεις
κωπηλατέω
κωπηλάτης
κώπη
κωπήρης
κωπίον
κώρα
κώρυκος
κώριον
κῶρος
κωροσύνα
Κωρύκιος
Κώρυκος
Κῶς
κωτίλλω
κωτίλος
View word page
κωπίον
κωπίον κωπίον, ου, τό, Dim. of κώπη, Ar.

ShortDef

Dim. of κώπη, oar

Debugging

Headword:
κωπίον
Headword (normalized):
κωπίον
Headword (normalized/stripped):
κωπιον
IDX:
19128
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19147
Key:
kwpi/on

Data

{'content': 'κωπίον\n κωπίον, ου, τό,\n Dim. of κώπη, Ar.', 'key': 'kwpi/on'}