Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κωνωπεῖον
κώνωψ
Κῷος
Κωπαΐς
κωπεύς
κωπεύω
κωπήεις
κωπηλατέω
κωπηλάτης
κώπη
κωπήρης
κωπίον
κώρα
κώρυκος
κώριον
κῶρος
κωροσύνα
Κωρύκιος
Κώρυκος
Κῶς
κωτίλλω
View word page
κωπήρης
κωπήρης κωπ-ήρης, ες *ἄρω furnished with oars, Aesch., Eur., Thuc. holding the oar, χείρ Eur.

ShortDef

furnished with oars

Debugging

Headword:
κωπήρης
Headword (normalized):
κωπήρης
Headword (normalized/stripped):
κωπηρης
IDX:
19127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19146
Key:
kwph/rhs

Data

{'content': 'κωπήρης\n κωπ-ήρης, ες\n *ἄρω\n furnished with oars, Aesch., Eur., Thuc.\n holding the oar, χείρ Eur.', 'key': 'kwph/rhs'}